σπαρνόν

σπαρνόν
σπαρνός
masc acc sg
σπαρνός
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαρνός — ή, όν, Α 1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. τού ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”